εργολαβώ

εργολαβώ
ἐργολαβῶ, -έω (AM) [εργολάβος]
αναλαμβάνω την εκτέλεση ενός έργου με ορισμένη αμοιβή («εἴ τις ανδριάντας ἐργολαβοίη», Ξεν.)
μσν.
εκτελώ με ζήλο κοπιαστικό έργο
αρχ.
αναλαμβάνω κάτι για δική μου ωφέλεια, κερδοσκοπώ, εκμεταλλεύομαι («δι’ ὧν εἰργολάβει καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων κέκλοφε», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενεργολαβώ — ἐνεργολαβῶ, έω (Α) επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι, καπηλεύομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εργολαβώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”